Music for a better living #274
Θαλπωρή.
Από τότε που δεν ήταν πια μαζί, ο Θ. είχε προβλήματα πολλά. Αϋπνίες βασανιστικές πάνω απ’ όλα. Τίποτα δε μπορούσε να τον κάνει να κλείσει μάτι. Να βρει τη γαλήνη. Η απουσία του πιο αγαπημένου του προσώπου λες και ήταν καταστροφική.
Αρκετά συχνά, στη μέση της νύχτας, ο Θ. ντυνόταν πρόχειρα, έβαζε μπρος τη μηχανή και οδηγούσε το αυτοκίνητό του με προορισμό μια γνώριμη γειτονιά. Πάρκαρε πάντοτε μερικά στενά μακριά και περπατώντας έφθανε έξω από το ίδιο σπίτι. Μέσα σκοτάδι, σχεδόν πάντα. Ήταν τόσο αργά για να βρει φώτα ανοιχτά... Ο Θ. χάζευε το σπίτι με τις ώρες. Κι όταν έκανε κρύο πολύ, γυρνούσε πίσω στο αμάξι. Έβαζε τη θέρμανση και κοιτούσε ξανά εκείνο το σπίτι. Από απόσταση, αλλά με θέα και προοπτική που του επέτρεπαν να παρατηρεί τα πάντα. Μονάχα αυτό τον χαλάρωνε τις περισσότερες βραδιές. Να στέκεται απ’ έξω και να φαντάζεται τη ζωή μέσα.
Υπήρξαν φορές που κάτι σα να τον έκαιγε βαθιά. Ίσως η επιθυμία να πλησιάσει όλο και πιο κοντά. Να χτυπήσει το κουδούνι. Και με όσο θράσος μπορούσε να βρει, να περιμένει έξω από την πόρτα. Ναι, υπήρξαν στιγμές που τη δύναμη να το κάνει την είχε βρει. Έτσι νόμιζε. Κι ύστερα το έβαζε στα πόδια. Έκανε κύκλους γύρω απ’ το τετράγωνο, πήγαινε και πιο μακριά ακόμη. Ποτέ πάνω στο δρόμο, όμως. Όσο πιο κρυφά γινόταν, ανάμεσα σε δέντρα και θάμνους, αποφεύγοντας το όποιο φως. Για να καταλήξει και πάλι έξω από το ίδιο σπίτι.
Ήταν μια από εκείνες τις νύχτες. Και ο Θ. ντύθηκε, κατέβηκε μέχρι το γκαράζ, κάθισε στη θέση του οδηγού, αλλά... ως εκεί. Το κλειδί δεν το’ βαλε στη μηχανή. Από την τσέπη του παλτού τράβηξε μονάχα μια φωτογραφία. Ήταν μια από εκείνες που έβγαζε έξω από το σπίτι. Το γνωστό σπίτι. Την ακούμπησε με προσοχή πάνω στο παρμπρίζ. Και κοντοστάθηκε γεμάτος σκέψεις, σα να φόρτιζε τις μπαταρίες του με αισθήματα που ξεχείλιζαν μέσα από τη φωτογραφία. Έμεινε εκεί μέχρι το πρωί.
Κανείς δε μπήκε στον κόπο να σκεφτεί κάτι δολοπλόκο. Ο Θ. είχε πεθάνει από τις αναθυμιάσεις. Όχι και τόσο ευχάριστος θάνατος. Αλλά οι αστυνομικοί που τον βρήκαν σάστισαν. Με το χαμόγελό του. Δεν είχαν ξαναδεί αυτόχειρα να «φεύγει» τόσο ευτυχισμένος. Μπροστά σε μια φωτογραφία που έδειχνε ένα σπίτι. Το δικό του σπίτι. Το σπίτι όπου τον βρήκαν.
Αναδημοσίευση από το τεύχος Απριλίου 2008 του Πολιτιστικού Οδηγού Θεσσαλονίκης & Βορείου Ελλάδος. Το π διέκοψε την κυκλοφορία του ως έντυπο και, πλέον, μπορεί να διαβάζεται μονάχα από οθόνες υπολογιστών... Διάδωσέ το.
Αρκετά συχνά, στη μέση της νύχτας, ο Θ. ντυνόταν πρόχειρα, έβαζε μπρος τη μηχανή και οδηγούσε το αυτοκίνητό του με προορισμό μια γνώριμη γειτονιά. Πάρκαρε πάντοτε μερικά στενά μακριά και περπατώντας έφθανε έξω από το ίδιο σπίτι. Μέσα σκοτάδι, σχεδόν πάντα. Ήταν τόσο αργά για να βρει φώτα ανοιχτά... Ο Θ. χάζευε το σπίτι με τις ώρες. Κι όταν έκανε κρύο πολύ, γυρνούσε πίσω στο αμάξι. Έβαζε τη θέρμανση και κοιτούσε ξανά εκείνο το σπίτι. Από απόσταση, αλλά με θέα και προοπτική που του επέτρεπαν να παρατηρεί τα πάντα. Μονάχα αυτό τον χαλάρωνε τις περισσότερες βραδιές. Να στέκεται απ’ έξω και να φαντάζεται τη ζωή μέσα.
Υπήρξαν φορές που κάτι σα να τον έκαιγε βαθιά. Ίσως η επιθυμία να πλησιάσει όλο και πιο κοντά. Να χτυπήσει το κουδούνι. Και με όσο θράσος μπορούσε να βρει, να περιμένει έξω από την πόρτα. Ναι, υπήρξαν στιγμές που τη δύναμη να το κάνει την είχε βρει. Έτσι νόμιζε. Κι ύστερα το έβαζε στα πόδια. Έκανε κύκλους γύρω απ’ το τετράγωνο, πήγαινε και πιο μακριά ακόμη. Ποτέ πάνω στο δρόμο, όμως. Όσο πιο κρυφά γινόταν, ανάμεσα σε δέντρα και θάμνους, αποφεύγοντας το όποιο φως. Για να καταλήξει και πάλι έξω από το ίδιο σπίτι.
Ήταν μια από εκείνες τις νύχτες. Και ο Θ. ντύθηκε, κατέβηκε μέχρι το γκαράζ, κάθισε στη θέση του οδηγού, αλλά... ως εκεί. Το κλειδί δεν το’ βαλε στη μηχανή. Από την τσέπη του παλτού τράβηξε μονάχα μια φωτογραφία. Ήταν μια από εκείνες που έβγαζε έξω από το σπίτι. Το γνωστό σπίτι. Την ακούμπησε με προσοχή πάνω στο παρμπρίζ. Και κοντοστάθηκε γεμάτος σκέψεις, σα να φόρτιζε τις μπαταρίες του με αισθήματα που ξεχείλιζαν μέσα από τη φωτογραφία. Έμεινε εκεί μέχρι το πρωί.
Κανείς δε μπήκε στον κόπο να σκεφτεί κάτι δολοπλόκο. Ο Θ. είχε πεθάνει από τις αναθυμιάσεις. Όχι και τόσο ευχάριστος θάνατος. Αλλά οι αστυνομικοί που τον βρήκαν σάστισαν. Με το χαμόγελό του. Δεν είχαν ξαναδεί αυτόχειρα να «φεύγει» τόσο ευτυχισμένος. Μπροστά σε μια φωτογραφία που έδειχνε ένα σπίτι. Το δικό του σπίτι. Το σπίτι όπου τον βρήκαν.
Αναδημοσίευση από το τεύχος Απριλίου 2008 του Πολιτιστικού Οδηγού Θεσσαλονίκης & Βορείου Ελλάδος. Το π διέκοψε την κυκλοφορία του ως έντυπο και, πλέον, μπορεί να διαβάζεται μονάχα από οθόνες υπολογιστών... Διάδωσέ το.
Η φωτογραφία ανήκει στο φιλμ του Christopher Petit «Radio On» (1980) και, ναι, είναι η αφίσα που θέλω να «φάω» από το bar Θερμαϊκός εδώ και τόσα χρόνια! Έξω από το παρμπρίζ ακούγεται το «Beloved» των VNV Nation.
1 Comments:
Πολύ όμορφες οι Σύντομες Ζωές... ενός κάποιου τουρίστα... :-)
Post a Comment
<< Home